ἐξώφορος

ἐξώφορος
ἐξώ-φορος, ον,
A brought out, published,

ἐ. ποιήσασθαι Iamb.VP34.247

, cf.Stob.2.7.11k.
II tending outwards,

πνεῦμα Marcellin.Puls.65

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξώφορος — ἐξώφορος, ον (Α) 1. αυτός που κατευθύνεται προς τα έξω 2. αυτός που κοινολογείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φόρος, ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. φέρω*] …   Dictionary of Greek

  • ἐξώφορον — ἐξώφορος brought out masc/fem acc sg ἐξώφορος brought out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξώφορα — ἐξώφορος brought out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”